φυλακτικός

φυλακτικός
-ή, -ό / φυλακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φυλαχτικός, -ή, -ό, Ν [φυλάσσω]
νεοελλ.
(ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυλακτικά
τα φύλακτρα, η αμοιβή για τη φύλαξη εμπορευμάτων
αρχ.
1. αυτός που διαφυλάσσει, που διατηρεί κάτι («φυλακτικὸς ὑγείας», Αριστοτ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που προσέχει, που περιφρουρεί κάτι
3. αυτός που παίρνει προφυλάξεις, προσεκτικός, επιφυλακτικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτικόν
η προθυμία για προφύλαξη.
επίρρ...
φυλακτικῶς ΜΑ
με προφύλαξη, με προσοχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φυλακτικός — preservative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτικά — φυλακτικός preservative neut nom/voc/acc pl φυλακτικά̱ , φυλακτικός preservative fem nom/voc/acc dual φυλακτικά̱ , φυλακτικός preservative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτικώτερον — φυλακτικός preservative adverbial comp φυλακτικός preservative masc acc comp sg φυλακτικός preservative neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτικῶν — φυλακτικός preservative fem gen pl φυλακτικός preservative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτικόν — φυλακτικός preservative masc acc sg φυλακτικός preservative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτικώτατον — φυλακτικός preservative masc acc superl sg φυλακτικός preservative neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτικαῖς — φυλακτικός preservative fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτικαί — φυλακτικός preservative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτικοί — φυλακτικός preservative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτικοῦ — φυλακτικός preservative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”